- αἰγιαλώδης
- αἰγιαλ-ώδης, ες,A frequenting the shore,
ζῷα Arist. HA488b7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζῷα Arist. HA488b7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἰγιαλώδης — frequenting the shore masc/fem acc pl (attic epic doric) αἰγιαλώδης frequenting the shore masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) αἰγιαλώδης frequenting the shore masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγιαλώδης — αἰγιαλώδης, ες (Α) [αἰγιαλός] λέγεται για τα ζώα που συχνάζουν στον γιαλό, στις παραλίες … Dictionary of Greek
αἰγιαλώδη — αἰγιαλώδης frequenting the shore neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰγιαλώδης frequenting the shore masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰγιαλώδης frequenting the shore masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγιαλός — Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί… … Dictionary of Greek